Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης. Η ανακομιδή των λειψάνων του (Βύρων, Μετόχιο Αναλήψεως, 8 Μαΐου 1965)

ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΜΙΑΣ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΛΕΙΨΑΝΩΝ
τοῦ Δημητρίου Παναγοπούλου
Τήν 8ην Μαΐου ἡμέραν Σάββατον ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων Ἱερομονάχου τινός, ὀνόματι Ἱερωνύμου Σιμωνοπετρίτου, ὅστις εἶχε κοιμηθῇ πρό ὀκταετίας περίπου καί εἶχεν ἐνταφιασθῇ ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ, τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἀναλήψως παρά τόν Βύρωνα, ὁ ὁποῖος τυγχάνει μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς μετανοίας τοῦ ἐν λόγῳ Ἱερομονάχου «Σίμωνος Πέτρας» τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Χάριτι θείᾳ παρευρέθην καί ἐγώ εἰς τήν ἀνακομιδήν καί αὐτά πού εἶδα καί ἤκουσα ἐξύπνησαν μέσα μου ἀλήθειες κεκρυμμένες, τίς ὁποῖες ἐπιθυμοῦσα νά διατυπώσω πρός δόξαν Κυρίου καί ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν μου.
Τό πρῶτον πού εἶδα ἦτο ἕνα ἀνώνυμον πλῆθος ἀνθρώπων ἀμφοτέρων τῶν φύλων πού ἦλθεν (ἡμέραν οὐχί ἀργίας), ἵνα παραστῇ εἰς τήν ἀνακομιδήν. Πράγματι πάσης φύσεως κόσμος. Ἀπό ἁπλοῦ ἕως σπουδαίου (πού λέγει ὁ κόσμος). Κατώτεροι, ἀνώτεροι, μέσοι, πτωχοί, μισθοσυν­τήρητοι, ἐφοπλισταί, κοινοί καί ἀξιωματοῦχοι ἦτο τό σύνολον τῶν παρισταμένων.
Ἐξ αἰτίας δέ τοῦ κράματος αὐτοῦ καθ᾽ ἑαυτόν εἶπον: τί τό κοινόν μεταξύ τοῦ πλήθους αὐτοῦ σήμερον; Ποῖος ὁ σύνδεσμος; Ποία ἡ αἰτία;
Ἡ ἀπάντησις μοῦ ἀνῆλθε ἀμέσως, καθ᾽ ὅ εὔλογος. Οὐδείς ἄλλος ἀλλ᾽ ὁ «Γέροντας» ὁ «πατήρ Ἱερώνυμος». Ὁ προαναφερθείς Ἱερομόναχος ὁ πρό ὀκταετίας κοιμηθείς, συγκεκριμένως τήν 6ην Ἰανουαρίου, ἑορτήν τῶν Θεοφανείων τοῦ 1957, καί προαισθανθείς τήν ἡμέραν τοῦ θανάτου του καί εἰπών: θά κάμουμε καί Φῶτα. Καί πράγματι μετά τόν ἁγιασμόν τῶν ὑδάτων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί πιών ἐξ αὐτοῦ ἐκοιμήθη εἰς ζωήν αἰώνιον καί ἀθάνατον.
Μάλιστα, αὐτός ὁ «Γέρων» ἦτο ἡ αἰτία τῆς συγκεντρώσεως αὐτῆς.
Τό φαινόμενον αὐτό εἶχε παρατηρηθῇ καί κατά τήν κοίμησίν του, πού καί τότε θείᾳ οἰκονομίᾳ εὑρισκόμην καί πάλιν. Τότε ἦτο πολλαπλάσιον τό πλῆθος. Ὁ λόφος τῆς Ἀναλήψεως ἦτο κατάμεστος ἀπό κόσμον, πού ἀπό πολλά σημεῖα τοῦ λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς, ἀλλά καί τῶν ἐπαρχιῶν, εἶχεν ἔλθει ἵνα προπέμψῃ τόν «Πατέρα», τόν «Γέροντα», τόν «Πνευματικόν», τόν «παρηγορητήν», τόν «χειραγωγόν», εἰς τήν τελευταίαν του κατοικίαν.
Τό δεύτερον δέ πού εἶδον ἐξ ἴσου σοβαρόν καί μοῦ προεκάλεσεν δέος καί συντριβήν ἦτο ἡ προσπάθεια ὅλου αὐτοῦ, ἀνεξαιρέτως, τοῦ πλήθους, εἰς τό νά πάρῃ κάτι ἀπό τόν «Γέροντα».
Καί πράγματι, ἄλλος ἐπῆρε λίγο ἀπό τό ράσον του, ἄλλος λίγο ξύλο ἀπό τό φέρετρόν του, ἄλλος λίγο χῶμα ἀπό τόν τάφον του, ἄλλος λίγο λαδάκι ἀπό τό κανδήλι τοῦ τάφου του, ἄλλος λίγο βαμβάκι, πού τό ἐσταύρωσε πρῶτα στά λείψανά του, καί τό ἐφύλαττον ὡς κάτι τό πολύτιμον, τό δυσεύρετον, τό ἅγιον.
Μέ ἀφορμήν λοιπόν ὅλα αὐτά τά «περίεργα» τά «ἀσυνήθιστα» εἰς τά ἡμέρας μας πού εἶδα καί ἤκουσα ἤχθην εἰς τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι μικρόν πρᾶγμα νά εἶναι τις μοναχός.
Διότι εἰς πολλούς μοναχούς εὑρίσκει τήν πραγματοποίησίν του τό τοῦ Ἠσαΐου «... πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα» καθ᾽ ὅτι ἄγαμος ὤν, παρουσιάζει τόσα «παιδιά» (πνευματικά βέβαια) πού τόν ἀγαποῦν, πού τόν πονοῦν, πού τόν θέλουν, πού τόν σκέπτονται, πού ὑποφέρουν μέ τήν ἔλλειψίν του, πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει πολλάκις μεταξύ σαρκικῶν παιδιῶν καί γονέων.
Καί σκέπτομαι ἀκόμη, ἀφοῦ εἶναι δυνατόν νά ἔχωμεν τοιαῦτα ἀγαθά ἀποτελέσματα ἀπό τούς μοναχούς διατί ἄραγε νά βάλλεται τόσον ὁ Μοναχισμός; Εἶναι ἄραγε ἄγνοια ἤ κακία; Ἄγνοια ἤ ἀπιστία;
Εἰς αὐτό ἤθελα νά ὑπενθυμίσω κάτι ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ καλοῦ τούτου Μοναχοῦ πού συνεκίνησε τόσας ψυχάς καί ζῶν καί κεκοιμημένος, μήπως καί συντελέσω κατά τό δυνατόν εἰς τήν διαφώτισιν, πρῶτον μέν τῶν ἐν ἀγνοίᾳ διατελούντων ἀδελφῶν ἡμῶν περί τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ θεσμοῦ καί παύσωσι πλέον ἐναντιούμενοι καί κατά συνήθειαν θεομαχοῦντες, εἰς τούς ἔχοντας κλῆσιν Κυρίου, ἵνα ἐξέλθωσιν ἐκ τοῦ κόσμου, δεύτερον δέ, νά τονώσω καί ἐνθαρρύνω τούς ἔχοντας τοιαύτην ἔφεσιν ἐξόδου, ἐκ τοῦ κόσμου, καί τρίτον ἐλεγχθῶσιν οἱ πολέμιοι ἀσεβεῖς καί αἱρετικοί καί βλάσφημοι τοῦ θείου καί ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Αὐτοῦ.
[Ἐφημ. Ὀρθόδξος Τύπος]

Δώδεκα φωτογραφίες τῶν  Ἡνωμένων Φωτορεπόρτερ ἀπό τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ μακαριστοῦ Πνευματικοῦ  Ἱερωνύμου Σιμωνοπετρίτου, κατά τήν ὁποίαν παρευρέθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Χρυσόστομος, πλεῖστοι κληρικοί, ἁγιορεῖται πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας καί πολυάριθμα πνευματικά τέκνα τοῦ ἀλησμόνητου Ἱερομονάχου.